σαγίζω

σαγίζω
και σαΐζω Ν [σαγή]
τοποθετώ σαμάρι ή σέλα στο υποζύγιο, σαμαρώνω, σελώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαγίζω — σάγισα, σαμαρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαΐζω — Ν βλ. σαγίζω …   Dictionary of Greek

  • σαΐζω — βλ. σαγίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”